ανθεινος

ανθεινος
    ἀνθεινός
    3
    Diod. = ἄνθινος См. ανθινος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανθεινος" в других словарях:

  • ανθεινός — ἀνθεινός, ή, όν (Α) ανθινός, άνθινος* …   Dictionary of Greek

  • ἀνθεινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεινῶν — ἀνθεινός fem gen pl ἀνθεινός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθειναῖς — ἀνθεινός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεινούς — ἀνθεινός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεινήν — ἀνθεινός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεινάς — ἀνθεινά̱ς , ἀνθεινός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»